ἐπιταγή

ἐπιταγή
ἐπιταγή, ῆς, ἡ (s. τάσσω and next entry; Polyb. et al.; Diod S 1, 70, 1 νόμων ἐπιταγή; ins; PFlor 119, 5; LXX, En; PsSol 18:12; EpArist)
authoritative directive, command, order, injunction ἐπιταγὴν ἔχειν have a command 1 Cor 7:25. κατʼ ἐπιταγήν in accordance w. the command = by command (SIG 1153; 1171, 3; IG XII/1, 785; JHS 26, 1906, p. 28 no. 6 κατʼ ἐ. τ. θεοῦ; PGM 12, 62; 1 Esdr 1:16; En 5:2) Ro 16:26; 1 Ti 1:1; Tit 1:3; Hv 3, 8, 2.—But κατʼ ἐ. bears another sense κατʼ ἐ. λέγειν say as a command; 1 Cor 7:6; 2 Cor 8:8.
right or authority to command, authority, μετὰ πάσης ἐ. with all or full authority Tit 2:15.—DELG s.v. τάσσω. New Docs 2, 86. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιταγή — imposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • επιταγή — η 1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία, πρόσταγμα: Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι επιταγή καθήκοντος. 2. έγγραφη παραγγελία σε κάποιον να πληρώσει χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο: Ταχυδρομική επιταγή. 3. έγγραφο με το οποίο ο «εκδότης» παραγγέλλει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιταγῇ — ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγή imposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγῆι — ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιταγή imposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγαῖς — ἐπιταγή imposition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγαί — ἐπιταγή imposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγῆς — ἐπιταγή imposition fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγήν — ἐπιταγή imposition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγῶν — ἐπιταγή imposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”